μεταχειρίσῃς

μεταχειρίσῃς
μεταχειρίζω
take in hand
aor subj act 2nd sg
μεταχειρίζω
take in hand
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… …   Dictionary of Greek

  • εγκληματολογία — Επιστημονικός κλάδος, ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη του εγκλήματος, την πρόληψή του, την αντίδραση της κοινωνίας σε αυτό, ενώ παράλληλα εξετάζει τα περιβαλλοντολογικά ή ψυχολογικά αίτιά του. Η ε. ιδιοποιείται τις μεθόδους πολλών άλλων… …   Dictionary of Greek

  • αιχμάλωτος — Στην πρώτη της κυριολεκτική σημασία η λέξη σημαίνει αυτόν που τον συνέλαβαν με την αιχμή του δόρατος (αιχμή + αλωτός) και γενικότερα με τη χρήση βίας. Συνήθως, α. θεωρείται ο ένοπλος στρατιώτης του εχθρού που συλλαμβάνεται κατά τη διάρκεια… …   Dictionary of Greek

  • ισότητα — Απόλυτη ταυτότητα ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα ίσα πράγματα ή έννοιες· η εξομοίωση των πολιτών ως προς τα δικαιώματα και τα καθήκοντά τους. (Μαθημ.) Βλ. λ. ισοδυναμία. (Νομ.) Το κεφάλαιο για τα ατομικά και τα κοινωνικά δικαιώματα αποτελεί ένα από …   Dictionary of Greek

  • μαθηματικά — Η επιστήμη των αριθμών, των σχημάτων και των φυσικών μεγεθών, που μελετά τις μεταξύ τους σχέσεις καθώς και τις σχέσεις τους στον χώρο και στον χρόνο. Η έκταση και τα ενδιαφέροντα των μ., μίας από τις αρχαιότερες επιστήμες, παρουσιάζουν τόση… …   Dictionary of Greek

  • φιλανθρωπεύομαι — Α [φιλάνθρωπος] (αποθ.) 1. φέρομαι με φιλανθρωπία 2. (μτβ.) α) καθιστώ κάποιον φιλάνθρωπο β) (με αιτ. προσ. και πράγματος) κάνω μια φιλανθρωπική πράξη για κάποιον γ) (με αιτ. πράγματος) παρέχω κάτι με φιλανθρωπική διάθεση 3. (το αρσ. τής μτχ. παθ …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Διεθνής Αμνηστία — Παγκόσμια, ανεξάρτητη οργάνωση που αποσκοπεί στον σεβασμό των διεθνών συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως αυτά διατυπώθηκαν στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που υιοθετήθηκε από τον ΟΗΕ στις 10 Δεκεμβρίου 1948. Η Δ.Α …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”